- αιτιη
- αἰτίηἡ ион. = αἰτία См. αιτια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αἰτίη — αἴτιος culpable fem nom/voc sg (epic ionic) αἰτία responsibility fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτίῃ — αἴτιος culpable fem dat sg (epic ionic) αἰτία responsibility fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίζω — Α 1. (για ικέτη) έρχομαι και κάθομαι κοντά («πάγον προσίζειν τῶν δ ἀγωνίων θεῶν», Αισχύλ.) 2. ησυχάζω, ηρεμώ («ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», Αριστοτ.) 3. προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε κάτι 4. μτφ. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek